πορνικός — of or for harlots masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πόρνη: Πορνική συμπεριφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορνικά — πορνικός of or for harlots neut nom/voc/acc pl πορνικά̱ , πορνικός of or for harlots fem nom/voc/acc dual πορνικά̱ , πορνικός of or for harlots fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνικώτερον — πορνικός of or for harlots adverbial comp πορνικός of or for harlots masc acc comp sg πορνικός of or for harlots neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνικωτέρων — πορνικός of or for harlots fem gen comp pl πορνικός of or for harlots masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνικῶν — πορνικός of or for harlots fem gen pl πορνικός of or for harlots masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνικόν — πορνικός of or for harlots masc acc sg πορνικός of or for harlots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνικώτατα — πορνικός of or for harlots adverbial superl πορνικός of or for harlots neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνικαῖς — πορνικός of or for harlots fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνικαί — πορνικός of or for harlots fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)